- κατακόκκινος
- -η, -οβαθύς κόκκινος, αυτός που έχει το κόκκινο χρώμα σε μεγάλο βαθμό: Είχε ένα κατακόκκινο πρόσωπο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κατακόκκινος — η, ο (Μ κατακόκκινος, ον) αυτός που έχει έντονο κόκκινο χρώμα νεοελλ. παροιμ. «κι έτσι κι έτσι κόκκινη, κι έτσι κατακόκκινη» γι αυτόν που αδιαφορεί για μεγάλο αδίκημα που έκανε … Dictionary of Greek
κατακοκκινίζω — [κατακόκκινος] 1. γίνομαι κόκκινος κυρίως από ντροπή ή θυμό 2. προσδίδω σε κάτι έντονο κόκκινο χρώμα … Dictionary of Greek
άλικος — Μάρτυρας του χριστιανισμού. Μαρτύρησε στη Νικομήδεια της Μ. Ασίας στα χρόνια του Διοκλητιανού. Μαζί του θανατώθηκαν και 82 άλλοι ομόθρησκοί του. * * * η, ο 1. αυτός που έχει βαθύ κόκκινο χρώμα, ο κατακόκκινος 2. αυτός που έχει ανοιχτό κόκκινο… … Dictionary of Greek
αγραβανής — και αγριβανής, ο [αγραβάνι] αυτός που από οργή ή πυρετό γίνεται κατακόκκινος, όπως ο καρπός τής αγραβανιάς … Dictionary of Greek
αγραβανιάζω — και αγριβανιάζω [αγραβανής] γίνομαι κατακόκκινος, όπως ο καρπός τής αγραβανιάς … Dictionary of Greek
αιματοβαμμένος — και ματοβαμμένος, η, ο [αιματοβάφω] 1. ο βαμμένος στο αίμα 2. κατακόκκινος 3. αυτός που βαρύνεται με πολλούς φόνους, αιμοσταγής, κακούργος … Dictionary of Greek
αλιπόρφυρος — ἁλιπόρφυρος, ον (Α) αυτός που έχει το χρώμα τής θαλασσινής πορφύρας, ολοπόρφυρος, κατακόκκινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + πόρφυρος < πορφύρα] … Dictionary of Greek
δα- — (Α) μόριο προθεματικό, επιτατικό. [ΕΤΥΜΟΛ. Το προθεματικό εμφατικό δα πιθανόν να είναι τύπος τής καθημερινής γλώσσας. Ισοδυναμεί με το επίσης εμφατικό διά (πρβλ. διαλγής «αυτός που υποφέρει μεγάλο πόνο»), αιολ. ζα (πρβλ. ζαφλεγής «περιφλεγής,… … Dictionary of Greek
διάφανος — η ο και διαφανής, ές (ΑΝ) 1. αυτός που αφήνει να διακρίνονται τα αντικείμενα πίσω του 2. διαυγής, καθαρός αρχ. 1. κατακόκκινος από πυράκτωση 2. αυτός που φαίνεται μέσα από κάτι άλλο 3. σαφής, ευκρινής, φανερός 4. διαπρεπής, περίφημος, περιβόητος… … Dictionary of Greek
εξέρυθρος — ἐξέρυθρος, ον (AM) [ερυθρός] κατακόκκινος … Dictionary of Greek